Τι είναι το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου;
Το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου (ΣΕΕ) ή σπαστική κολίτιδα ή σπαστικό έντερο ή σπαστικό κόλον, κατά το κοινώς λεγόμενο, αποτελεί μια χρονία λειτουργική διαταραχή του εντέρου. Ο χαρακτηρισμός χρονία βασίζεται στο γεγονός ότι χρονολογείται από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ο όρος λειτουργικό καθορίζει ότι δε συσχετίζεται με οποιαδήποτε ανατομική ή βιοχημική διαταραχή του οργανισμού.
Το ΣΕΕ δεν αποτελεί μια ενιαία νοσολογική οντότητα, αλλά αποτελείται από μια ομάδα διαταραχών που χαρακτηρίζονται από κοιλιακό άλγος ή κοιλιακή δυσφορία, μετεωρισμό (φουσκώματα) και από εναλλαγές διάρροιας και δυσκοιλιότητας. Νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορετικές παθοφυσιολογικές διαταραχές που ευθύνονται για τα συμπτώματα της νόσου. (Holtmann GJ et al, Lancet Gastroenterol Hepatol 2016).
Με σκοπό την τεκμηρίωση της ορθής διάγνωσης και την καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών, μια διεθνής ομάδα ειδικών επιστημόνων που ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο έχει θεσπίσει συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια. Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά (κριτήρια Ρώμης) η διάγνωση του ΣΕΕ τίθεται όταν υπάρχει υποτροπιάζον κοιλιακό άλγος ή μετεωρισμός (φούσκωμα) σε συνδυασμό με δυσκοιλιότητα είτε με διαταραχές στη συνήθειες του εντέρου ή με αλλαγές στη σύσταση των κοπράνων (μαλθακές ή σκληρές κενώσεις). Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται περιστασιακά τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, τους τελευταίους τρεις μήνες και έχουν διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών.
Για την ξεκάθαρη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών, την καλύτερη μελέτη των ασθενών και τελικά την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους, το ΣΕΕ ταξινομείται σε τέσσερις υποκατηγορίες με βάση τα προεξάρχοντα συμπτώματα. Πιο αναλυτικά:
- σε ΣΕΕ του τύπου της διάρροιας
- του τύπου της δυσκοιλιότητας
- του μεικτού τύπου με εναλλαγές διάρροιας-δυσκοιλιότητας
- και τέλος του αταξινόμητου τύπου.
Η παραπάνω ταξινόμηση βασίζεται στην καταγραφή από τους ίδιους τους ασθενείς του τύπου των κενώσεων που παρουσιάζουν τις περισσότερες φορές, εάν έχουν δηλαδή σκληρά κόπρανα ή δίκην σβώλου (μικρού μεγέθους κόπρανα) ή χαλαρές ή υδαρείς κενώσεις.
Το ΣΕΕ αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας με σοβαρές επιπτώσεις τόσο σε ατομικό επίπεδο με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών και στις καθημερινές δραστηριότητες, όσο και στην κοινωνία και τα συστήματα υγείας. Η συχνότητα της νόσου κυμαίνεται από 7-16% στις ΗΠΑ και εμφανίζεται συχνότερα σε νέες γυναίκες. Τα άμεσα κόστη από τη διαχείριση ασθενών με ΣΕΕ στις ΗΠΑ έχουν εκτιμηθεί σε περισσότερα από ένα δις δολάρια. (Everhart JE et al, Gastroenterology 2009;136:376-86). Σε σχέση με την επισκεψιμότητα σε ιατρό σχετικά με το ΣΕΕ έχουν καταγραφεί 1,5-3,7 εκατομμύρια επισκέψεις το χρόνο στις ΗΠΑ. (Shih YC et al, Dig Dis Scie;2002;47:1705-1715).
Η διάγνωση του ΣΕΕ για τον κλινικό γιατρό πρέπει να αποτελεί μια θετική διάγνωση και όχι διάγνωση εξ αποκλεισμού και να στηρίζεται βασικά στα κριτήρια της Ρώμης όπως προαναφέρθηκαν, αφού δεν αναφέρονται από τον ασθενή «χαρακτηριστικά συναγερμού». Τα «χαρακτηριστικά συναγερμού» είναι η ηλικία μεγαλύτερη των 50 ετών, η πρόσφατη αλλαγή στις συνήθειες του εντέρου, η παρουσία αίματος στις κενώσεις, η αναιμία, η ανεξήγητη απώλεια βάρους, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου παχέος εντέρου ή ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου. Με τη θετική διάγνωση αποφεύγονται δαπανηρές και επώδυνες εξετάσεις για τον ασθενή και εξοικονομούνται πόροι για τα συστήματα υγείας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από πρόσφατα δεδομένα που αναδεικνύουν ότι ακριβές διαγνωστικές εξετάσεις (βιοδείκτες) δεν προσφέρουν περισσότερα σε σχέση με τη διάγνωση που βασίζεται σε συμπτώματα δηλαδή στα κριτήρια όπως τα χρησιμοποιούμε σήμερα. (Sood R et al, Aliment Pharmacol Ther 2015;42:491-503).
Σε αυτή τη λογική, με την ακριβή διάγνωση του ΣΕΕ βασιζόμενη σε συμπτώματα, με τη μείωση χρήσης επεμβατικών μεθόδων διάγνωσης και την ανεύρεση αποτελεσματικών μέσων θεραπείας θα μειωθούν σημαντικά οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της νόσου.