bowl with fruits and writing pad

Τύποι Διαβήτη και ο Ρόλος της Διατροφής

Μέχρι το 2020, η  παγκόσμια εικόνα του Σακχαρώδη Διαβήτη συνοψιζόταν σε 425 εκατομμύρια ενήλικες οι οποίοι υπολογίζεται να αυξηθούν στα 592 εκατομμύρια έως το 2035 και αυτή η αύξηση να είναι εντονότερη στα αστικά κέντρα. Προκειμένου όμως να μπορούμε να μιλήσουμε για σακχαρώδη διαβήτη, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ινσουλίνη.

Η ινσουλίνη, είναι μια βασική αναβολική ορμόνη η οποία παράγεται στο πάγκρεας και είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση του σακχάρου του αίματος. Με απλά λόγια, η ινσουλίνη είναι εκείνη που θα δώσει το «πράσινο» φως στο κύτταρο να προσλάβει το σάκχαρο γνωστό και ως γλυκόζη αίματος. Ανεξαρτήτως αν πρόκειται για σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ)  τύπου 1 ή 2 ή κυήσεως, ο ΣΔ είναι ένα νόσημα όπου η ινσουλίνη δεν παράγεται επαρκώς ή καθόλου, ενώ ταυτόχρονα οι υποδοχείς της δεν συνεργάζονται μαζί της, με αποτέλεσμα να μη ρυθμίζεται επαρκώς το σάκχαρο του αίματος, για αυτόν το λόγο πρόκειται και για μια δυσμεταβολική κατάσταση όλου του οργανισμού. Χωρίς να υπεραπλουστεύεται η πολυπλοκότητα του ΣΔ, θα μπορούσε να διατυπωθεί ότι η βασική διαφορά μεταξύ ΣΔ1 και ΣΔ2  βρίσκεται στον γεγονός ότι, στην περίπτωση του ΣΔ1 το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο πάγκρεας και καταστρέφει εκείνα τα κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη, ενώ στην περίπτωση του ΣΔ2 φαίνεται ότι η σταδιακή ανεπάρκεια της ινσουλίνης και των υποδοχέων της είναι αποτέλεσμα τόσο γενετικής προδιάθεσης όσο και του τρόπου ζωής μας, δηλαδή της έλλειψης άσκησης, μη ισορροπημένης διατροφής και αύξησης του σωματικού βάρους.

Ανεξαρτήτως του τύπου ΣΔ, ο ρόλος της διατροφής είναι καίριας σημασίας και επηρεάζει τόσο το άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή τη ρύθμιση του σακχάρου, όσο και την εμφάνιση των μακροχρόνιων επιπλοκών του ΣΔ στον οργανισμό οι οποίες είναι κυρίως αγγειακής και νευρολογικής φύσεως. Άμεσος στόχος της διατροφής είναι να συμβάλλει ώστε το σάκχαρο να παραμένει εντός ενός συγκεκριμένου εύρους τιμών, γνωστό και ως ευγλυκαιμία αλλά και να μειώνει σημαντικά τη γλυκαιμική μεταβλητότητα, δηλαδή τις μεγάλες διακυμάνσεις του σακχάρου. Επιπλέον, η διατροφή αποτελεί έναν ισχυρό περιβαλλοντικό παράγοντα ο οποίος μπορεί άμεσα ή έμμεσα να προλάβει την εμφάνιση ΣΔ2 ή να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισής του. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η παχυσαρκία, και ειδικά όταν αυτή εμφανίζεται  κάτω από τα δέκα έτη, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 στην ενήλικο ζωή. Επιπλέον, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος και ειδικά στην επεξεργασμένη του μορφή (αλλαντικά κ.λ.π.) αυξάνει δοσομετρικά τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2 ενώ το ανάποδο ισχύει για την κατανάλωση σιτηρών ολικής και συγκεκριμένα των φυτικών ινών.

Ο έντονος ρόλος των φυτικών τροφών στο ΣΔ

Αναλύοντας το ρόλο της διατροφής στο ΣΔ, πλέον γνωρίζουμε ότι υπάρχουν τροφές οι οποίες παίζουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση του.

Για παράδειγμα, τα λαχανικά, τα όσπρια (φακές, φασόλια, ρεβίθια, φάβα) και τα δημητριακά ολικής (βρόμη, πλιγούρι, κριθάρι, άγριο ρύζι) μπορούν στη σωστή ποσότητα να συμβάλλουν τόσο στην ευγλυκαιμία όσο και στη διαχείριση των λιπιδίων του αίματος. Ταυτόχρονα, επειδή περιέχουν πληθώρα φυτοχημικών στοιχείων και βιταμινών, συμμετέχουν δυναμικά  και στην προστασία της οξείδωσης του οργανισμού η οποία είναι σημαντικά αυξημένη στο ΣΔ. Οι ίδιες τροφές,  αποτελούν κεντρικό δομικό στοιχείο αυτού που ονομάζεται μια διατροφή χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη/φορτίου το οποίο είναι και το ζητούμενο στη διατροφή του ΣΔ. Χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη σημαίνει, με απλά λόγια ,ότι όταν καταναλώνονται αυτές οι τροφές δεν αυξάνεται απότομα και ακραία το σάκχαρο δηλαδή, συμβάλλουν σε μία χαμηλή διακύμανση του σακχάρου. Για να γίνει κατανοητό, αρκεί να θυμόμαστε ότι η ζάχαρη και τα απλά σάκχαρα, όπως το σιρόπι φρουκτόζης που χρησιμοποιείται στα επεξεργασμένα τρόφιμα, έχουν γλυκαιμικό δείκτη σχεδόν 100 όταν μια τροφή χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη  έχει λιγότερο από 50.

Έχουν και οι ζωικές τροφές το ρόλο τους στο ΣΔ

Προφανώς ο ρόλος της διατροφής στο ΣΔ δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις φυτικές τροφές αλλά και ούτε να ενοχοποιεί τις ζωικές πηγές και τα λιπαρά. Για παράδειγμα, η κατανάλωση μονοακόρεστου λίπους, δηλαδή ελαιόλαδου, είναι γνωστό ότι αποτελεί σύμμαχο στην υγεία της καρδιάς. Αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι η προσθήκη ελαιόλαδου σε ένα γεύμα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη διαχείριση του σακχάρου μεταβάλλοντας την ταχύτητα απορρόφησης των σακχάρων του γεύματος. Ακόμη εντυπωσιακότερα, σε μια μελέτη με 3.500 προ-διαβητικούς ενήλικες ασθενείς, η έξτρα προσθήκη ελαιόλαδου σε ένα Μεσογειακό Πρότυπο Διατροφής  μείωσε την πιθανότητα εδραίωσης ΣΔ2 κατά 30%. Οι ζωικές τροφές από την άλλη, μπορούν να συμβάλλουν θετικά στο ΣΔ στη σωστή ποσότητα και συχνότητα κατανάλωσης, όπως στην περίπτωση των μικρών λιπαρών ψαριών (σαρδέλα, γαύρος, σκουμπρί, κολιός, κέφαλος) τα οποία ιδανικά θέλουμε να καταναλώνονται δύο φορές την εβδομάδα. Αν το απομονώσουμε σε στοιχειακό επίπεδο, που δεν πρέπει, τα Ω3 λιπαρά και η βιταμίνη D των λιπαρών ψαριών βοηθούν τόσο στην καλύτερη λειτουργία της ινσουλίνης όσο και στη βελτίωση των καλών λιπιδίων του αίματος.

 

Διατροφικά Πρότυπα και ΣΔ

Η επικέντρωση του ρόλου της διατροφής στο ΣΔ σε μεμονωμένα θρεπτικά στοιχεία υπεραπλουστεύει την πολυπλοκότητα των διατροφικών προτύπων όπως της Μεσογειακής Διατροφής ή της Διατροφής Χαμηλού Γλυκαιμικού Δείκτη/Φορτίου ή του Νέου Νορβηγικού Μοντέλου Διατροφής τα οποία μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ αλλά συμβάλλουν επαρκώς και στη ρύθμισή του. Εκεί που αξίζει να σταθούμε όμως, είναι ότι όλα τα προαναφερθέντα πρότυπα διατροφής έχουν κοινά στοιχεία την αυξημένη κατανάλωση φυτικής τροφής (λαχανικά, όπως χόρτα στη Μεσογειακή ή Kale στη Νέα Νορβηγική, φρούτα όπως μούρα στη Νέα Νορβηγική και σύκα στη Μεσογειακή, όσπρια στη Μεσογειακή, σιτηρά-δημητριακά ολικής όπως πλιγούρι στη Μεσογειακή και βρόμη στη Νέα Νορβηγική), το μονοακόρεστο και πολυακόρεστο φυτικό λίπος (ελαιόλαδο στη Μεσογειακή, καρποί στη Νέα Νορβηγική), τα λιπαρά ψάρια (σαρδέλα στη Μεσογειακή, σολομό στη Νέα Νορβηγική) αλλά και την ελάχιστη, σχεδόν απούσα πρόσληψη σακχάρων.  Αυτό που απομένει,  είναι να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο να τα  προσαρμόσουμε επαρκώς στην καθημερινότητά μας.

Θα σου αρέσει σίγουρα:

Protein foods
Πρωτεϊνική δίαιτα: Τι είναι & πώς να την εφαρμόσουμε

Βιβλιογραφία

Bellou V, Belbasis L, Tzoulaki I, Evangelou E. Risk factors for type 2 diabetes mellitus: An exposure-wide umbrella review of meta-analyses. PLoS One. 2018;13(3):e0194127. doi: 10.1371/journal.pone.0194127

Kahleova H, Salas-Salvadó J, Rahelić D, Kendall CW, Rembert E, Sievenpiper JL. Dietary Patterns and Cardiometabolic Outcomes in Diabetes: A Summary of Systematic Reviews and Meta-Analyses. Nutrients. 2019;11(9):2209. doi: 10.3390/nu11092209

Salas-Salvadó J et al. Prevention of diabetes with Mediterranean diets: a subgroup analysis of a randomized trial. Ann Intern Med. 2014;160(1):1-10. doi: 10.7326/M13-1725

Krznarić Ž, Karas I, Ljubas Kelečić D, Vranešić Bender D. The Mediterranean and Nordic Diet: A Review of Differences and Similarities of Two Sustainable, Health-Promoting Dietary Patterns. Front Nutr. 2021;8:683678. doi: 10.3389/fnut.2021.683678