Εμμηνόπαυση & ουρογεννητικό σύνδρομο
Πρόκειται για μία χρόνια και εξελισσόμενη πάθηση που αφορά στα έξω γεννητικά όργανα της γυναίκας καθώς και στο κατώτερο ουροποιητικό σύστημα (ουρήθρα, ουροδόχος κύστη). Το σύνδρομο οφείλεται στην ελαττωμένη παροχή των οιστρογόνων που συμβαίνει κατά την εμμηνόπαυση αλλά και σε άλλες αιτίες (π.χ. ορμονική θεραπεία νεοπλασμάτων ή ενδομητρίωσης, ακτινοβολίες, χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών). Προκαλεί συμπτώματα που αφορούν το αιδοίο, τον κόλπο και το ουροποιητικό σύστημα και απαιτεί μακροχρόνια θεραπευτική παρέμβαση.
Παρά το γεγονός ότι το σύνδρομο ταλαιπωρεί τη μεγάλη πλειοψηφία των εμμηνοπαυσιακών γυναικών, αρκετοί θεωρούν ότι τα συμπτώματά του αποτελούν «φυσιολογικό» παρεπόμενο της ηλικιακής προόδου.
Συμπτώματα ουρογεννητικού συνδρόμου εμμηνόπαυσης
Το αποτέλεσμα της ελαττωμένης διαθεσιμότητας των οιστρογόνων είναι ανατομικές και λειτουργικές αλλαγές που προκαλούν δύο κατηγορίες συμπτωμάτων:
Συμπτώματα ουρογεννητικής ατροφίας
– Ξηρότητα
– Ερεθισμός, ευαισθησία
– Καύσος, τσούξιμο, κνησμός
– Δυσπαρευνία, αιμόρροια που σχετίζεται με σεξουαλική επαφή
– Κιτρινωπή κολπική έκκριση
– Κολπίτιδες (μυκητιάσεις, τριχομονάδες, βακτηριακές κ.α.)
Συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα
- Επιτακτική ούρηση
- Συχνουρία
- Ακράτεια ούρων επιτακτική και προσπαθείας
- Υποτροπιάζουσες κυστίτιδες
- Αιματουρία
Το γεννητικό και το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα έχουν κοινή εμβρυολογική καταγωγή και εκφράζουν ευρέως οιστρογονικούς υποδοχείς. Η υγιής κολπική χλωρίδα χαρακτηρίζεται από επικράτηση των γαλακτοβακίλλων που διατηρούν χαμηλά το pH προφυλάσσοντας από κυστίτιδες και κολπίτιδες.
Με την έναρξη της υπο-οιστρογοναιμίας το δίκτυο μυών, συνδέσμων, νεύρων και αγγείων που ρυθμίζει τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων διαταράσσεται:
- Το πλακώδες επιθήλιο του κόλπου και της αλλάζει μορφή ενώ μειώνεται η παραγωγή γλυκογόνου με επακόλουθη ελάττωση των γαλακτοβακίλλων, διαταραχή του μικροβιώματος και αύξηση του pH.
- Ελαττώνονται οι βλεννοπαραγωγοί αδένες και οι κολπικές εκκρίσεις.
- Η ελαττωμένη αγγείωση οδηγεί στην απώλεια του κολλαγόνου, της ελαστίνης και του υαλουρονικού οξέος
- Ο κόλπος στενεύει, βραχύνεται και χάνει την ελαστικότητά του.
- Το υποδόριο λίπος του αιδοίου ελαττώνεται, τα μικρά χείλη υποστρέφουν και συρρικνώνεται το στόμιο του κόλπου.
- Η ουρήθρα και η βάση της ουροδόχου κύστης χάνουν τον τόνο τους και συνεπώς ελαττώνεται η πίεση σύγκλεισης του σφιγκτήρα και μειώνεται η «λειτουργική» χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης.
- Η περιοχή γίνεται ευάλωτη σε φλεγμονές, τραυματισμούς και λοιμώξεις.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση γίνεται με τη λήψη του ιστορικού, την κλινική εξέταση και τη χρήση πιστοποιημένων ερωτηματολογίων όπου η ασθενής περιγράφει τα συμπτώματά της. Στη διαφορική διάγνωση μπαίνουν λοιμώδη αίτια, αλλεργίες, το ουρηθρικό σύνδρομο, δερματολογικές καταστάσεις του αιδοίου (λειχήνας ατροφικός, σκληρυντικός κ.λπ.), η αιδοιοδυνία και σπανίως τα νεοπλάσματα του αιδοίου.
Ποια θεραπεία ακολουθείται;
Σκοπός της θεραπείας του συνδρόμου είναι η αποκατάσταση της φυσιολογικής ουρογεννητικής λειτουργίας και η ανακούφιση των συμπτωμάτων. Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν:
- Κολπικά οιστρογόνα
- Ενυδατικά, λιπαντικά σκευάσματα
- Υαλουρονικό οξύ ως κολπικό τζελ
- Φυτοθεραπεία
- Υγειινοδιαιτητικές αλλαγές (διακοπή καπνίσματος, ελάττωση σωματικού βάρους, ασκήσεις Kegel κ.λπ.)
- Ορμονικές μη οιστρογονικές επιλογές (DHEA, ospemifene, ωκυτοκίνη τζελ)
- Θεραπείες Laser ενδοκολπικά
Η συνήθης πρακτική είναι να ξεκινάει η ασθενής την αντιμετώπιση της ξηρότητας και ιδίως του πόνου κατά τη σεξουαλική επαφή με τη χρήση λιπαντικών πριν την πρώτη νύξη στον θεράποντα γυναικολόγο. Στη συνέχεια ή ταυτόχρονα, αρχίζει η χρήση ενυδατικών σκευασμάτων που συχνά προσφέρουν ανακούφιση, απαιτείται πάντως τακτικότατη χρησιμοποίησή τους.
Το θεραπευτικό στάνταρ, το «υπερόπλο» στη θεραπεία των συμπτωμάτων της ουρογεννητικής ατροφίας είναι τα κολπικά οιστρογόνα.
ΚΟΛΠΙΚΑ ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ
- Χαμηλής δόσης ορμονική παρέμβαση
- Ελάχιστη απορρόφηση στην κυκλοφορία του αίματος, απίθανη η εμφάνιση παρενεργειών
- Αντιστρέφουν την ουρογεννητική γήρανση
- Δεν προκαλούν πάχυνση ενδομητρίου ούτε τάση μαστών
- Διατίθενται σε μορφή κολπικού υπόθετου και τζελ
Η χρήση των κολπικών οιστρογόνων είναι κατάλληλη για την πλειοψηφία των ασθενών και συνδυάζει πολλά «φιλικά για τον χρήστη» γνωρίσματα. Δεν αποτελεί μία δεσμευτική, ισόβια θεραπεία όπως συμβαίνει σε άλλες καταστάσεις (π.χ. υπέρταση)
- Χρησιμοποιούνται σε ευέλικτο δοσολογικό σχήμα που καλύπτει τις ανάγκες της κάθε γυναίκας
- Συστήνεται συνήθως καθημερινή χρήση για 20 μέρες («δόση εφόδου») στην έναρξη της θεραπείας και δόση συντήρησης (δύο με τέσσερες φορές την εβδομάδα) όταν επιτευχθεί ο έλεγχος των συμπτωμάτων
- Η χρήση των κολπικών οιστρογόνων μπορεί να διακόπτεται και να ξαναρχίζει, όταν υποτροπιάζουν τα συμπτώματα.
Εξαιτίας της ελάχιστης απορρόφησης των κολπικών οιστρογόνων στην κυκλοφορία, μπορούν να χορηγηθούν και σε ασθενείς με καρκινώματα μαστού σε συνεννόηση με τον θεράποντα ογκολόγο. Η ενημέρωση της ασθενούς θα πρέπει να είναι πλήρης και η θεραπευτική απόφαση να λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της ατροφίας, τις πιθανές εναλλακτικές θεραπείες και τα χαρακτηριστικά του όγκου. Συνιστάται έντονα η χορήγηση της ελάχιστης αποτελεσματικής δόσης για το μικρότερο χρονικό διάστημα.
Η «ορμονοφοβία» αφήνει δυστυχώς αθεράπευτη ή πλημμελώς θεραπευμένη την πλειοψηφία των γυναικών που υποφέρουν από τη σιωπηλή «πανδημία» της ουρογεννητικής ατροφίας.
Ευθύνη των θεραπόντων είναι να ενημερώνουν σωστά τις ασθενείς τους και να διαλύουν τις παρανοήσεις και τις προκαταλήψεις τους σχετικά με τη λήψη των ορμονών και όχι να τις αναπαράγουν. Η βιβλιογραφία και οι συστάσεις των επιστημονικών εταιρειών είναι αρωγοί του Γυναικολόγου στην προσπάθεια για τη θεραπεία και την ανακούφιση των γυναικών.