Τροφές και ουρικό οξύ: Όσα πρέπει να γνωρίζετε
Τί είναι το ουρικό oξύ;
Το ουρικό οξύ είναι ένα προϊόν του μεταβολισμού των τροφών μας, το οποίο διοχετεύεσαι στα ούρα και αποβάλλεται. Δεν είναι αποκλειστικά ένα βλαβερό προϊόν καθώς συμβάλλει στην αντιοξειδωτική ασπίδα του σώματος αλλά και στην προστασία του νευρικού συστήματος. Παρ ’όλα αυτά, όταν συσσωρεύεται στο αίμα πάνω από συγκεκριμένα επίπεδα, κάτι που είναι γνωστό ως υπερουριχαιμία, επιβαρύνει την υγεία των αρθρώσεων, γνωστή ως ουρική αρθρίτιδα. Αν και το αυξημένο ουρικό οξύ είναι κυρίως συνδεδεμένο με τον κίνδυνο της φλεγμονής των αρθρώσεων, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι αποτελεί ακόμη ένα δείκτη της κάρδιο-μεταβολικής μας υγείας και τα αυξημένα επίπεδά του, συνδέονται με επιδείνωση της υγείας των αγγείων μας υπό προϋποθέσεις.
Το ερώτημα ποιες τροφές αυξάνουν το ουρικό οξύ, είναι αρκετά παλιό και ήδη από το 1876 είχαν διατυπωθεί ορισμένες οδηγίες αποφυγής συγκεκριμένων τροφών για τη μείωση του ουρικού οξέος, όπως το κρέας, τα θαλασσινά και το αλκοόλ. Από τότε όμως έχει εξελιχθεί και αλλάξει σημαντικά η επιστημονικά τεκμηριωμένη διαιτητική προσέγγιση των παθήσεων καθώς και αυτή του αυξημένου ουρικού οξέος.
Η σχέση διατροφής και ουρικού οξέος
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η διατροφή μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα του ουρικού οξέος έμμεσα και άμεσα. Εκτός από τη γενετική προδιάθεση να παράγει κάποιος περισσότερο ουρικό οξύ, ακόμη ένας παράγοντας αύξησής του είναι το υπέρβαρο και η παχυσαρκία. Η διατροφή μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους και ειδικά στην περίπτωση συνύπαρξης παχυσαρκίας και υπερουριχαιμίας (αυξημένου ουρικού οξέος), πρώτα χρειάζεται να γίνει μια προσπάθεια απώλειας βάρους και μετά να ξεκινήσει η στοχοποίηση των «ενοχοποιητικών» τροφών που πιθανά αυξάνουν το ουρικό οξύ. Για να καταλάβουμε πόσο επηρεάζει η παχυσαρκία την εξέλιξη του ουρικού οξέος, αρκεί να αναφέρουμε ότι σε ένα δείγμα 44,500 ατόμων μια ισορροπημένη διατροφή πλούσια σε φυτικές τροφές, χαμηλή σε αλάτι και χωρίς αλκοόλ μπορούσε να μειώσει έως και 50% τον κίνδυνο εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας, αλλά αυτή η προστατευτική επίδραση χανόταν πλήρως στα παχύσαρκα άτομα.
Μεσογειακή Διατροφή και ουρικό οξύ
Σε γενικές γραμμές και κατά τη διάρκεια των ετών, έχει μελετηθεί η επίδραση διαφόρων διατροφικών προτύπων στη ρύθμιση των επιπέδων του ουρικού οξέος αλλά και της εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας. Ένα από τα πιο μελετημένα και πιο διάσημα διατροφικά πρότυπα είναι η Μεσογειακή Διατροφή (ΜΔ). Η ΜΔ χαρακτηρίζεται από την χαμηλή κατανάλωση ζωικών τροφών αλλά και από την αυξημένη πρόσληψη φυτικών τροφών, καρπών και ελαιόλαδου. Ο ρόλος της ΜΔ στη διαχείριση του ουρικού οξέος και της ουρική αρθρίτιδας δεν είναι ξεκάθαρος, αν και από δεδομένα σε γενικό πληθυσμό φαίνεται ότι η ΜΔ σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα ουρικού οξέος, κάτι το οποίο όμως δεν επιβεβαιώνεται σε άτομα με παχυσαρκία και αυξημένο γενετικό κίνδυνο υπερουριχαιμίας. Από την άλλη, καθώς η ΜΔ έχει αποδεδειγμένα οφέλη στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου, ενός προθαλάμου της καρδιαγγειακής νόσου, αυτό αποτελεί και έναν παράγοντα προστασίας των επιπτώσεων του ουρικού οξέος πέραν της ουρικής αρθρίτιδας.
Η σχέση συγκεκριμένων τροφών και ουρικού οξέος
Η στοχοποίηση συγκεκριμένων τροφών που εν δυνάμει αυξάνουν το ουρικό οξύ είναι μια πεπατημένη και αρκετά παλαιά μέθοδος. Εκτός από το κόκκινο κρέας (μοσχάρι, χοιρινό, αρνί, κατσίκι), τα εντόσθια και το αλκοόλ, οι γνωστότερες αυτών των τροφών είναι ορισμένα λαχανικά (ντομάτα, σπανάκι σπαράγγια), τα όσπρια και τα πλούσια σε Ω3 λιπαρά ψάρια (σαρδέλα, γαύρος, κολιός, λαβράκι) και ειδικά τα κονσερβοποιημένα ψάρια. Αυτές οι τροφές θεωρητικά τροφοδοτούν το σώμα με την πρώτη ύλη παραγωγής του ουρικού οξέος, γνωστή ως πουρίνες. Για αυτόν το λόγο και η «δίαιτα» για την υπερουριχαιμία ονομάζεται και «δίαιτα» χαμηλή σε πουρίνες.
Διατροφικά ισορροπημένη ρύθμιση του ουρικού οξέος
Η αλήθεια για τις παραπάνω διαιτητικές παρεμβάσεις κυμαίνεται μεταξύ κόστους και οφέλους. Πράγματι, η μείωση της «βαριάς» κατανάλωσης ζωικών τροφών και κυρίως κόκκινου κρέατος, μπορεί να βελτιώσει τόσο τα επίπεδα ουρικού οξέος αλλά και το συνολικό κάρδιο-μεταβολικό κίνδυνο. Αντιθέτως, ο βαθμός επίδρασης της αποφυγής οσπρίων, λιπαρών ψαριών αλλά και συγκεκριμένων λαχανικών στο ουρικό οξύ φαίνεται να είναι τόσο περιορισμένος που δεν ανταποκρίνεται στο όφελος που χάνεται από την κατανάλωση αυτών των τροφών στη συνολική ανθρώπινη υγεία. Επιπλέον, ιδιαίτερο ρόλο στη ρύθμιση του ουρικού οξέος φαίνεται να παίζει η κατανάλωση έτοιμων ύπερ-επεξεργασμένων τροφών που περιέχουν σιρόπι σακχάρων, όπως φρουκτόζης καλαμποκιού το οποίο επιδεινώνει τα επίπεδα ουρικού οξέος.
Συνοψίζοντας τη διατροφική διαχείριση του ουρικού οξέος πρακτικά
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις πρακτικές οδηγίες για τη διατροφική διαχείριση του ουρικού οξέος, πρώτα από όλα θα βάζαμε τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους μέσω μιας ισορροπημένης υγιεινής διατροφής η οποία χαρακτηρίζεται από φυτικές τροφές, προϊόντα ολικής άλεσης, ελάχιστα επεξεργασμένες τροφές, ελεγχόμενη πρόσληψη ζωικών τροφών (κυρίως του κόκκινου κρέατος) και αποφυγή της κατανάλωσης αλκοόλ. Συμπληρωματικά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η πλήρης αποχή από καλά λιπαρά ψάρια αλλά και όσπρια, περισσότερο μπορεί να ζημιώσει τη συνολική μας υγεία συγκριτικά με τη μείωση που μπορεί να αποφέρει στο ουρικό οξύ.
Βιβλιογραφία
Pasalic D, Marinkovic N, Feher-Turkovic L. Uric acid as one of the important factors in multifactorial disorders–facts and controversies. Biochem Med (Zagreb). 2012;22(1):63-75. doi: 10.11613/bm.2012.007
Nielsen SM, Zobbe K, Kristensen LE, Christensen R. Nutritional recommendations for gout: An update from clinical epidemiology. Autoimmun Rev. 2018;17(11):1090-1096. doi: 10.1016/j.autrev.2018.05.008